διαπομπεύομαι

διαπομπεύομαι
διαπομπεύομαι, διαπομπεύτηκα και διαπομπεύθηκα, διαπομπευμένος βλ. πίν. 20
——————
Σημειώσεις:
διαπομπεύομαι : στον απλό προφορικό λόγο χρησιμοποιείται και η μτχ. πομπεμένος (διαπομπευμένος).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεατρίζομαι — (AM θεατρίζω και θεατρίζομαι) [θέατρο] νεοελλ. θεατρίζομαι 1. συχνάζω στο θέατρο, παρακολουθώ τακτικά θεατρικές παραστάσεις 2. πηγαίνω στο θέατρο για να δω θεατρική παράσταση (μσν. αρχ.) 1. ενεργ. θεατρίζω εκθέτω κάποιον σε δημόσια θέα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”